-
1 γραμμοποικιλος
См. также в других словарях:
γραμμοποικίλων — γραμμοποίκιλος striped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμοποίκιλτος — η, ο (Α γραμμοποίκιλος, ον) στολισμένος με γραμμές … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek