-
1 γραμματοδιδασκαλειον
См. также в других словарях:
γραμματοδιδασκαλείον — γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α) σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως … Dictionary of Greek
γραμματοδιδασκαλεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκαλείῳ — γραμματοδιδασκαλεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek