-
1 γραμματισμένος
η, ο грамотный, образованный -
2 γραμματίζω
A teach the spelling of a word, Herod.3.24:—[voice] Pass., [tense] pf. to be skilled in γράμματα, Hsch.; γραμματισμένος (sic) man of education, Cat.Cod.Astr.6.65.8.II to be a secretary,συνέδροις IG5(1).1432.19
([place name] Messene); [dialect] Boeot.γραμματίδδοντος IG7.1739
([place name] Thespiae), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματίζω
См. также в других словарях:
γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος … Dictionary of Greek
γραμματισμένος — η, ο εγγράμματος, γραμματιζούμενος, μορφωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος … Dictionary of Greek
γραμματοφόρος — γραμματοφόρος, ο (AM) ταχυδρόμος μσν. ως επίθ. γραμματισμένος … Dictionary of Greek
ευγράμματος — εὐγράμματος, ον (ΑΜ) μσν. γραμματισμένος, μορφωμένος αρχ. καλλιγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. εγ γράμματος, μονο γράμματος] … Dictionary of Greek
καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… … Dictionary of Greek
κουτσογραμματισμένος — η, ο αυτός που ξέρει λίγα γράμματα, που έχει ανεπαρκείς γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + γραμματισμένος] … Dictionary of Greek
Τάχα, Χουσεΐν — (1889 – 1973). Κορυφαίος Αιγύπτιος συγγραφέας. Γεννήθηκε στο χωριό Μαγάγα της Αιγύπτου και σε ηλικία 2 χρόνων έμεινε τυφλός, χωρίς όμως ούτε το μειονέκτημα αυτό, ούτε η ταπεινή καταγωγή του να τον εμποδίσουν να σπουδάσει στη θεολογική σχολή Αλ… … Dictionary of Greek
εγγράμματος — η, ο 1. που γνωρίζει γράμματα, δηλ. ανάγνωση και γραφή. 2. ο γραμματισμένος, μορφωμένος, σπουδασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτάλι — το 1. χουλιάρι. 2. φρ., «Έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι», είναι πολύ γραμματισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)