-
1 γραμματειδιοποιώ
-
2 γραμματειδιοποιῷ
См. также в других словарях:
γραμματειδιοποιῷ — γραμματειδιοποιός a maker of tablets masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γραμματειδιοποιώ
2 γραμματειδιοποιῷ
γραμματειδιοποιῷ — γραμματειδιοποιός a maker of tablets masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)