1 γραικίζω
γραικίζω, Griechisch sprechen, Hdn. epim. 12.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γραικίζω
2 γραικίζω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > γραικίζω
γραικίζω — (Α γραικίζω) [Γραικός] χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα νεοελλ. γραικίζομαι εξελληνίζομαι … Dictionary of Greek