-
1 γούνινος
η, ο меховой, из меха -
2 γουν(ν)άτος
η, ο1) см. γούνινος; 2) одетый в меха; 3) перен. богатый, знатный -
3 γουν(ν)άτος
η, ο1) см. γούνινος; 2) одетый в меха; 3) перен. богатый, знатный
См. также в других словарях:
καΐστορος — καΐστορος, ον (Μ) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καστόρι, ο γούνινος … Dictionary of Greek