-
1 γουρούνας
ο свинопас -
2 γουρνάρης
γουρνάς ο1) см. γουρούνας; 2) невежа, деревенщина
См. также в других словарях:
γουρουνάς — ο χοιροβοσκός … Dictionary of Greek
γουρουνάς — ο ο βοσκός γουρουνιών, ο χοιροβοσκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… … Dictionary of Greek