-
1 γοργ-ῶπις
γοργ-ῶπις, ιδος, ἡ, = folgdm, Athene, Soph. Ai. 452 u. Sp.
-
2 γοργωπός
γοργ-ωπός u. γοργ-ῶπις u. γοργ-ώψ, mit furchtbarem, grimmigem Blick -
3 γοργῶπις
γοργ-ωπός u. γοργ-ῶπις u. γοργ-ώψ, mit furchtbarem, grimmigem Blick -
4 γοργώψ
γοργ-ωπός u. γοργ-ῶπις u. γοργ-ώψ, mit furchtbarem, grimmigem Blick -
5 γοργώψ
-
6 γοργωπις
См. также в других словарях:
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek