Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γοργός

См. также в других словарях:

  • γοργός — grim masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …   Dictionary of Greek

  • γοργός — ή, ό επίρρ. ά γρήγορος, ευκίνητος: Ήρθε με βήμα γοργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοργά — γοργός grim neut nom/voc/acc pl γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc/acc dual γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότερον — γοργός grim adverbial comp γοργός grim masc acc comp sg γοργός grim neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτάτω — γοργός grim masc/neut nom/voc/acc superl dual γοργός grim masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτέραις — γοργός grim fem dat comp pl γοργοτέρᾱͅς , γοργός grim fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτέρως — γοργός grim adverbial comp γοργός grim masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργῶν — γοργός grim fem gen pl γοργός grim masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργόν — γοργός grim masc acc sg γοργός grim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»