-
1 γοργωπος
21) со страшным взглядом(κόραι Eur.)
2) грозный(ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.)
-
2 γοργωψ
-
3 ιτυς
1) круг, окружность, обод Hes.ἴτυν κάμψαι Hom. — согнуть колесом;
ἀσπίδες ἴτυς οὒκ ἔχουσαι Her. — щиты без (металлических) ободьев;ἐπιλαμβάνεσθαί τινος τῆς ἴτυος Xen. — хватать кого-л. за край щита2) щитγοργωπὸς ἴ. Eur. — щит со страшным ликом (Медузы)
3) дуга, изгиб(βλεφάρων Anacr.; ἀγκίστρων Anth.)
См. также в других словарях:
γοργωπός — γοργωπός, όν (Α) αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωπός* (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γοργωπός — fierce eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπόν — γοργωπός fierce eyed masc/fem acc sg γοργωπός fierce eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπούς — γοργωπός fierce eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπά — γοργωπός fierce eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπες — γοργωπός fierce eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπι — γοργωπός fierce eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπιν — γοργωπός fierce eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπις — γοργωπός fierce eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶφ' — γοργῶπι , γοργῶπις fem voc sg γοργῶπα , γοργωπός fierce eyed masc/fem acc sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed fem voc sg γοργῶπε , γοργωπός fierce eyed masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπι — γοργῶπις fem voc sg γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργωπός fierce eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)