-
1 γονατίζω
III σφυγμὸς γονατίζων, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονατίζω
См. также в других словарях:
κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] … Dictionary of Greek