Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γονυκαυσαγρύπνα

См. также в других словарях:

  • γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc/acc dual γονυκαυσαγρύπνᾱ , γονυκαυσαγρύπνα keeping awake by inflammation of the knee fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυκαυσαγρύπνα — γονυκαυσαγρύπνα, η (Α) το να κρατιέται κανείς ξάγρυπνος από φλόγωση στο γόνατο …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»