-
1 γονυκαμψεπικυρτος
-
2 γονυκαμψεπίκυρτος
γονῠ-καμψεπίκυρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονυκαμψεπίκυρτος
-
3 γονυκαμψεπίκυρτος
-
4 γονυκαμψεπίκυρτε
γονυκαμψεπίκυρτοςtwisting the knee awry: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
γονυκαμψεπίκυρτος — γονυκαμψεπίκυρτος, ον (Α) (για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο … Dictionary of Greek
γονυκαμψεπίκυρτε — γονυκαμψεπίκυρτος twisting the knee awry masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek