-
1 γονικόθεν
γονικόθεν, Adv.A by inheritance from parents, PMasp.151.182 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονικόθεν
См. также в других словарях:
γονικόθεν — επίρρ. (Μ) [γονικόν] από πατρική κληρονομιά … Dictionary of Greek