-
1 γοῖδα
γοῖδα (i.e. ϝοῖδα) · οἶδα, Hsch. (prob.l.). [full] γοίδημι· ἐπίσταμαι, Id. [full] γοιδοῦλος· λαλιός, οἱ δὲ γοδοῦλος, Id. [full] γοιδύες· ῥυτῆρες, Id. [full] γοίνακες· βλαστοί, Id. [full] γοινά<ρ>υτις ([etym.] ϝοῖνος, ἀρύτω) · οἰνοχόη, Id. [full] γοινέες· κόρακες, Id. [full] γοῖνος· οἶνος, Id. [full] γοῖσος· μέλαν, πλατύ, Id., cf. EM238.45: [full] γοισοῦται· πλατύνεται κτλ., EM237.51. [full] γοῖτα· οἶς (leg. ὗς), Hsch.; cf. γοῖ. [full] γοιταί· κριθαί, γράστις, Id. [full] γοῖτος· ῥύπος, πάθος, Id., cf. EM51.17. [full] Γοιτόσυρος, -
2 γολοινά
Grammatical information: f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Grošelj Slavistična Revija 4, 263f. connects OCS zelenъ `green' etc. (s. χλόη). Latte thinks the gloss, and the following γολομένη βοτάνη, is corrupt, for which I see no ground..Page in Frisk: 1,319Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γολοινά
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский