-
1 γοητευτικός
γοητευτικόςmasc nom sg -
2 γοητευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γοητευτικός
-
3 γοητευτικός
stunningΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γοητευτικός
-
4 γοητευτικά
γοητευτικόςneut nom /voc /acc plγοητευτικά̱, γοητευτικόςfem nom /voc /acc dualγοητευτικά̱, γοητευτικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 γοητευτικαί
γοητευτικόςfem nom /voc pl -
6 γοητευτική
γοητευτικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 γοητευτικήν
γοητευτικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
8 γοητευτικών
-
9 γοητευτικῶν
-
10 γοητευτική
-
11 γοητευτικῇ
-
12 γοητευτικαίς
-
13 γοητευτικαῖς
-
14 γοητευτικοίς
-
15 γοητευτικοῖς
-
16 γοητευτικώς
-
17 γοητευτικῶς
-
18 γοητευτικάς
γοητευτικά̱ς, γοητευτικόςfem acc pl -
19 γοάω
Grammatical information: v.Meaning: `groan, weep' (Il.).Other forms: Fut. γοήσομαι (late - ήσω), aor. γοῆσαι (Amorgos), isolated preterite 3. pl. γόον Ζ 500 (see. Chantr. Gramm. hom. 1, 392 n. 1).Derivatives: γόης, - ητος m. `sorcerer' (Ion.-Att.), γοητικός (Arist.), γοητεύω `bewitch' (Pl.), with γοητεία, γοήτευμα (Pl.), γοήτευσις (Plot.), γοητευτικός (Poll.), γοητεύτρια (Eust.); fem. γοῆτις (AP). - γόος m. `wailing' (Il.). γοερός (A.), analogical γοηρός (Lyc.), γοώδης (Pl.), also γοεδνός (A.), after ὀλοφυδνός, σμερδνός etc. (cf. Schulze Kl. Schr. 398); also γοήμων ( APl.).Etymology: Like βοάω, μυκάομαι etc. (Schwyzer 683) γοάω is a deverbative intensive and γόος postverbal. Comparable is OHG gi-kewen `call', OE cīegan `id.' \< PGm. * kaujan (= Gr. *γοϜέω). One connected the Skt. intensive jó-guv-e `speak out loudly', where one would assume * guH-. Further the r-derivation OCS govorъ `noise' with govoriti `make noise' (Russ. also `speak'). Cf. Pok. 403. Perhaps the verb is just an onomatopoeia.Page in Frisk: 1,317-318Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γοάω
См. также в других словарях:
γοητευτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικός — ή, ό (Α γοητευτικός, ή, όν) [γοητεύω] νεοελλ. αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός αρχ. ο γοητευτικός … Dictionary of Greek
γοητευτικός — ή, ό επίρρ. ά ελκυστικός, σαγηνευτικός: Μου έριξε ένα γοητευτικό βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοητευτικά — γοητευτικός neut nom/voc/acc pl γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc/acc dual γοητευτικά̱ , γοητευτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῶν — γοητευτικός fem gen pl γοητευτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαῖς — γοητευτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικαί — γοητευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικοῖς — γοητευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικῇ — γοητευτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτική — γοητευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοητευτικήν — γοητευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)