-
1 γογγροειδης
См. также в других словарях:
γογγροειδής — γογγροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γόγγρο … Dictionary of Greek
γογγροειδεστέραν — γογγροειδεστέρᾱν , γογγροειδής like a conger fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)