-
1 γνωστης
- ου ὅ1) знаток(πάντων τῶν ἐθῶν NT.)
2) свидетель, поручитель(γ. καὴ βεβαιωτές τῆς πίστεως Plut.)
-
2 γνώστης
ο знаток, специалист;γνώστης του μέλλοντος — прорицатель, предсказатель, пророк
-
3 γνώστης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνώστης
-
4 γνώστης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνώστης
-
5 γνώστης
знаток.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γνώστης
-
6 γνώστης
[гностис] ουσ. а. знаток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνώστης
-
7 γνώστης
[гностис] ουσ α знаток. -
8 καρδιογνωστης
-
9 1109
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1109
См. также в других словарях:
γνώστης — one that knows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστῆς — γνωστός known fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστέων — γνώστης one that knows masc gen pl (epic ionic) γνωστέος masc/fem/neut gen pl γνωστός known masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστῶν — γνώστης one that knows masc gen pl γνωστός known fem gen pl γνωστός known masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶσται — γνώστης one that knows masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώσταις — γνώστης one that knows masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστην — γνώστης one that knows masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστου — γνώστης one that knows masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)