-
101 ἀδιάγνωστος
ἀδιά-γνωστος, ον,A indistinguishable, D.S.1.30;ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir. 25(29)
; hard to distinguish or understand,ὀνόματα Aristid.
Quint.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάγνωστος
-
102 ἀμετάβολος
2 Music, without modulation,σύστημα Aristid.Quint.1.8
, Bacch.Harm.74;ἁρμονία Plu.2.437d
[suff] ἀμετά-γνωστος, ον, unalterable, implacable,μῖσος J.AJ16.10.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάβολος
-
103 ἀνεπίγνωστος
ἀνεπί-γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίγνωστος
-
104 ἀρτίγνωστος
ἀρτί-γνωστος, ον,A newly known, App.BC3.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίγνωστος
-
105 ἀσύγγνωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύγγνωστος
-
106 ἐπίγνωστος
ἐπί-γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίγνωστος
-
107 ἄγνωστος
ἄ-γνωστος: unrecognized, unrecognizable. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄγνωστος
-
108 ἄγνωστος
-
109 ἀδιάγνωστος
ἀ-διά-γνωστος, nicht zu erkennen; schwer zu verstehen -
110 ἀμετάγνωστος
ἀ-μετά-γνωστος, nicht zu bereuen; worüber man seine Meinung nicht ändert; unversöhnlicher Haß -
111 ἀνάγνωστος
ἀνά-γνωστος, lesbar, gelesen -
112 ἀνεπίγνωστος
ἀν-επί-γνωστος, nicht wahrgenommen, unmerklich -
113 ἀσύγγνωστος
ἀ-σύγ-γνωστος, unverzeihlich; nicht verzeihend -
114 αὐτογνώμων
αὐτο-γνώμων, αὐτό-γνωστος, αὐτό-γνωτος, nach eigenem Willen handelnd, nach eigenem Urteil entscheidend; eigenmächtig -
115 αὐτόγνωστος
αὐτο-γνώμων, αὐτό-γνωστος, αὐτό-γνωτος, nach eigenem Willen handelnd, nach eigenem Urteil entscheidend; eigenmächtig -
116 αὐτόγνωτος
αὐτο-γνώμων, αὐτό-γνωστος, αὐτό-γνωτος, nach eigenem Willen handelnd, nach eigenem Urteil entscheidend; eigenmächtig -
117 δύςγνωστος
-
118 δυςδιάγνωστος
-
119 δυςεπίγνωστος
-
120 εὐανάγνωστος
См. также в других словарях:
γνωστός — known masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ … Dictionary of Greek
Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… … Dictionary of Greek
γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)