-
1 ἄ-γνωστος
ἄ-γνωστος, 1) unbekannt, πάντεσσιν Od. 2, 175; Pind. I. 3, 48 und sonst überall; nicht erkennbar, dem γνωστόν entgegenstehend, Plat. Theaet. 202 b. ff., wie schon Od. 13, 191. 397 zu erkl. ist; ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, deren Sprache gar nicht verstanden wird, Thuc. 3, 94. – 2) unkundig, ψευδέων Pind. Ol. 6, 67; Luc. Habc. 3.
-
2 ῥητός
ῥητός, adj. verb. von ῬΕΩ, ἐρῶ, 1) geredet, gesagt, gesprochen, bes. ausdrücklich benannt, festgesetzt, verabredet, μισϑός, Il. 21, 445, ἐς χρόνον ῥητόν, auf bestimmte, verabredete Zeit, Her. 1, 177; ῥητά τινα, gewisse verabredete Bedingungen, Valck. Hipp. 461; ἐπὶ ῥητοῖσι, unter bestimmten, festgestellten Bedingungen, Her. 5, 57; Eur. Hipp. 459; Thuc. 1, 122 u. öfter; Isocr. 17, 19; Plat. Conv. 313 a Legg. VIII, 850 a; ἐπὶ ῥητοῖς εἰςάγειν, Is. 6, 25; Folgde überall; ῥητόν τι προςτίμιον, ausdrücklich bestimmt, Pol. 35, 2, 15, Sp., wie Luc. ῥητήν τινα ἡμέραν προειπών, Alex. 19. – 2) besprochen, berühmt, Hes. O. 4. – 3) zu sagen, was man aussprechen darf, was kein Geheimniß ist, im Ggstz von ἄῤῥητος, εἰ ῥητόν, φράσον, Aesch. Prom. 767; οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσϑαι τάδε, 768; ἦ ῥητόν; ἢ οὐ ϑεμιστὸν ἄλλον εἰδέναι, Soph. O. R. 993; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι, 1289; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, Eur. I. T. 938; γνωστὸν ἢ ῥητόν, Plat. Theaet. 205 e; Dem. vrbdt bes. ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα. – 4) bei Philosophen und Mathematikern rational, πρὸς ἄλληλα, Plat. Rep. VIII, 546 c, vgl. Hipp. mai. 303 b. – Bei Sp. ist τὸ ῥητόν eine Stelle aus einem Schriftsteller, ein Spruch, S. Emp. adv. phys. 1, 54 u. A. – Adv. ῥητῶς, ausdrücklich, bes. bei wörtlichen Citaten, S. Emp. oft u. a. Sp.
См. также в других словарях:
γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papaflessas — For the Greek municipality, see Papaflessas, Messenia. Papaflessas (Grigorios Dikaios). Papaflessas (Παπαφλέσσας; 1788 – 1825), born Grigorios Demetrios Flessas (Γρηγόριος Δημητρίου Φλέσσας), was a Greek patriot, priest, and government official… … Wikipedia
Baum der Erkenntnis — Michelangelo: Sündenfall und Vertreibung aus dem Paradies (Deckenfresko in der Sixtinischen Kapelle) Als Baum der Erkenntnis von Gut und Böse (hebr. עץ הדעת טוב ורע °ez had da°at tôb wâ râ, griech. τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ,… … Deutsch Wikipedia
Grigórios Phléssas — Papaphléssas Yeóryios Phléssas (Γεώργιος Παναγιώτου Φλέσσας), ou Papaphléssas (Παπαφλέσας) ou Grigórios Dhikéos (Γρηγόριος Δικαίος) (1788 1825) fut un moine grec et un héros de la Guerre d indépendance grecque. Il est plus connu en tant que… … Wikipédia en Français
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
ήτοι — (Α ἤτοι) (επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια αρχ. 1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι 2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόν («ἤτοι ὅ γ ὥς εἰπὼν κατ ἄρ ἕζετο», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek