-
1 γνωστικη
ἡ (sc. δύναμις) способность познания Plat. -
2 γνωστική
-
3 γνωστικῇ
-
4 γνωστική
γνωστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 γνωστικον
-
6 gnostice
-
7 πρακτικός
πρακτικός, zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im Ggstz der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοϑεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσϑαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7.
-
8 γνωστικός
γνωστικός, das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
-
9 способность
η ικανότηταизлучатель-ная - της εκπομπής/ακτινοβολίαςокислительная - οξειδωτική -, το οξειδωτικό δυναμικόпокупательная - эк. αγοραστική -проникающая - διαπεραστική -, διεισδυτική -теплотворная - θερμαντική -, θερμογόνος -умственная - мед. (δια)νοητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > способность
-
10 познаваемостьтельный
познаваемость||тельныйприл γνωστικός:\познаваемостьтельныйтельная способность ἡ γνωστική Ικανότητα -
11 γνωστικός
η, ό[ν] 1.1) разумный, благоразумный, рассудительный; мудрый; 2) познавательный;γνωστική ικανότητα — познавательная способность;
2. (ο) филос, гностик -
12 gnostice
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > gnostice
-
13 умный
επ., βρ: умн, умна, умно, умны.1. έξυπνος, ευφυής•умный мальчик έξυπνο παιδάκι.
2. σώφρονας, γνωστικός, μυαλομένος, στοχαστικός•умный совет γνωστική συμβουλή.
εκφρ.- ая голова – έξυπνο κεφάλι (ευφυής άνθρωπος).
См. также в других словарях:
γνωστικῇ — γνωστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστική — γνωστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
Дионисий Великий — отец церкви III века. Сын богатых язычников в Александрии, он получил хорошее образование и сначала проходил профессию ритора; но, убедившись в истине христианства, сделался учеником Оригена и скоро затем возведен в пресвитеры, а с 232 г. был… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Климент Александрийский — (Тит Флавий) один из знаменитейших христианских ученых первых веков (умер около 217 г.). Он родился в Афинах, хорошо изучил философию Платона и стоиков; до обращения в христианство (в зрелых годах) был посвящен в языческие мистерии. Из любви к… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Theophilos Kairis — Theóphilos Kaíris Theóphilos Kaíris (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire… … Wikipédia en Français
Theóphilos Kaíris — (ou Kaíres) (Andros 19 octobre 1784 – Syros 9[1] ou 13 janvier 1853, en grec : Θεόφιλος Καΐρης ; son prénom de baptême était Thomas) fut un enseignant, prêtre, érudit, philosophe et révolutionnaire grec. Après des études de philosophie… … Wikipédia en Français
КАИРИС — (Καΐρης), Теофилос (1784–1853) – греч. философ. обществ. и религ. деятель. Род. на о. Андрос, учился в Пизе, затем в Париже. С 1810 преподавал философию в Смирне и Кидониесе. К. – член тайного освободит. общества Филики Гетерия , принимал… … Философская энциклопедия
Каирис, Теофилос — Теофилос Каирис Теофилос Каирис (греч. Θεόφιλος Καΐρης, 19 октября … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek