-
1 γνωμοτύπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμοτύπος
См. также в других словарях:
χριστοτύπος — ὁ, Α εκκλ. (για τον Ισαάκ) αυτός που έχει τον τύπο, την μορφή τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + τύπος (< τύπτω), πρβλ. γνωμο τύπος] … Dictionary of Greek