-
1 γνωμάτευση
[-ις (-εως)] η1) авторитетное мнение; заключение, отзыв; 2) консультация -
2 γνωμάτευση
1) opinion2) pronouncementΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γνωμάτευση
-
3 γνωμάτευμο
το уст. см. γνωμάτευση -
4 γνώμη
I η1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;
ορθή γνώμη — правильное мнение;
ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;
λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;
έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;
δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;
έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;
έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;
κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;
συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;
είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;
είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;
συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;
τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;
2) см. γνωμάτευση;γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);
γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;
3) мысли; желания, намерения;4) согласие, одобрение;χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;
5) характер, нрав; натура;δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;
ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;
§ κοινή γνώμη — общественное мнение;
υποβαλλω γνώμη — предлагать
γνώμη2II η фольк, жена гнома -
5 ιατρικός
-
6 ιατροδικαστικός
η, ό[ν] судебно-медицинский;ιατροδικαστική γνωμάτευση — судебно-медицинское заключение
См. также в других словарях:
γνωμάτευση — η η έγκυρη γνώμη που εκφράζεται από ειδικό: Περιμένουμε τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωμάτευση — η [γνωματεύω] έκφραση γνώμης από κάποιον ειδικό … Dictionary of Greek
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
εμπειρογνωμοσύνη — η 1. η ικανότητα να μπορεί να γνωμοδοτεί κανείς σε ειδικά θέματα εκ πείρας 2. γνωμάτευση, γνωμοδότηση από εμπειρογνώμονα … Dictionary of Greek
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek
πραγματογνωμοσύνη — η, Ν η εξέταση και η γνωμάτευση τού πραγματογνώμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματογνώμονας. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το ατος 1. εκείνο που αποσπάται από ένα σύνολο, μέρος, τμήμα: Στην επιστολή του παραθέτει και απόσπασμα από τη γνωμάτευση του νομικού συμβουλίου. 2. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής που κάνει ορισμένη υπηρεσία: Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωμοδότηση — η η γνωμάτευση: Η γνωμοδότηση της επιτροπής ήταν θετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)