Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνωμάτευση

См. также в других словарях:

  • γνωμάτευση — η η έγκυρη γνώμη που εκφράζεται από ειδικό: Περιμένουμε τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωμάτευση — η [γνωματεύω] έκφραση γνώμης από κάποιον ειδικό …   Dictionary of Greek

  • αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρογνωμοσύνη — η 1. η ικανότητα να μπορεί να γνωμοδοτεί κανείς σε ειδικά θέματα εκ πείρας 2. γνωμάτευση, γνωμοδότηση από εμπειρογνώμονα …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • πραγματογνωμοσύνη — η, Ν η εξέταση και η γνωμάτευση τού πραγματογνώμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματογνώμονας. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • απόσπασμα — το ατος 1. εκείνο που αποσπάται από ένα σύνολο, μέρος, τμήμα: Στην επιστολή του παραθέτει και απόσπασμα από τη γνωμάτευση του νομικού συμβουλίου. 2. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής που κάνει ορισμένη υπηρεσία: Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωμοδότηση — η η γνωμάτευση: Η γνωμοδότηση της επιτροπής ήταν θετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»