-
1 γνυπ-
γνυπ-, γνυπ(ε)τ-Grammatical information: v.Meaning: `be depressed' (Men.)Other forms: γνύπωνες στυγνοί, κατηφεῖς, ἄτολμοι, παρειμένοι. καὶ μαλακοί, ἀπὸ τοῦ εἰς γόνυ πεπτωκέναι H. with the verbal forms γνυπόντι (leg. γνυποῦντι) and from *γνυπόω: ἐγνυπωμένον ταλαίπωρον. κατηφές and ἐγνυπώθη τρυφᾳ̃. καὶ τὸ ἐναντίον H. and κατεγνυπωμένον (Plu. Mor. 753c), - μένως (Men. 857). With γνυπτ-: γνυπτεῖν ἀσθενεῖν. μαλακίζεσθαι H. and γνυπτῶν (cod. γνυων) νωθραίνων H. From *γνυπτόω: κατεγνυπτῶσθαι = κατεστυγνᾶσθαι (H. s.v. γνύπετοι). With anaptyctic vowel γνύπετοι ἐκτεταμένοι, δειλοί, ἄλλοι δε κατηφεῖς H. Here also γνυπεσόν ἀργόν, οἱ δε ἔκλυτον H. with τ\/σ.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γνυπ-
-
2 γνυπ(ε)τ-
γνυπ-, γνυπ(ε)τ-Grammatical information: v.Meaning: `be depressed' (Men.)Other forms: γνύπωνες στυγνοί, κατηφεῖς, ἄτολμοι, παρειμένοι. καὶ μαλακοί, ἀπὸ τοῦ εἰς γόνυ πεπτωκέναι H. with the verbal forms γνυπόντι (leg. γνυποῦντι) and from *γνυπόω: ἐγνυπωμένον ταλαίπωρον. κατηφές and ἐγνυπώθη τρυφᾳ̃. καὶ τὸ ἐναντίον H. and κατεγνυπωμένον (Plu. Mor. 753c), - μένως (Men. 857). With γνυπτ-: γνυπτεῖν ἀσθενεῖν. μαλακίζεσθαι H. and γνυπτῶν (cod. γνυων) νωθραίνων H. From *γνυπτόω: κατεγνυπτῶσθαι = κατεστυγνᾶσθαι (H. s.v. γνύπετοι). With anaptyctic vowel γνύπετοι ἐκτεταμένοι, δειλοί, ἄλλοι δε κατηφεῖς H. Here also γνυπεσόν ἀργόν, οἱ δε ἔκλυτον H. with τ\/σ.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γνυπ(ε)τ-
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский