-
21 γναμπτοίο
-
22 γναμπτοῖο
-
23 γναμπτοίς
-
24 γναμπτοῖς
-
25 γναμπτοίσ'
-
26 γναμπτοῖσ'
-
27 γναμπτοίσι
-
28 γναμπτοῖσι
-
29 γναμπτοίσιν
-
30 γναμπτοῖσιν
-
31 γναμπτάς
γναμπτά̱ς, γναμπτόςcurved: fem acc pl -
32 γναπταὶ
γνα<π>ταὶ ἀκταί,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γναπταὶ
-
33 δωδεκάγναμπτος
δωδεκᾰ-γναμπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάγναμπτος
-
34 παλίγγναμπτος
πᾰλίγ-γναμπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίγγναμπτος
-
35 πολύγναμπτος
πολῠ-γναμπτος, ον,A much-bent, much-twisting,μυχοί Pi.O.3.27
;λαβύρινθοι AP9.191
;προχοαί Q.S.1.286
; curly,σέλινον Theoc. 7.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγναμπτος
-
36 εὔγναμπτος
εὔ-γναμπτος, ἐύγ. ( γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔγναμπτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek
γναμπτά — γναμπτός curved neut nom/voc/acc pl γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc/acc dual γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτόν — γναμπτός curved masc acc sg γναμπτός curved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπταί — γναμπτός curved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖο — γναμπτός curved masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖς — γναμπτός curved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖσι — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοῖσιν — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτοί — γναμπτός curved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτούς — γναμπτός curved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναμπτῆς — γναμπτός curved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)