-
1 γναμπτοίο
-
2 γναμπτοῖο
См. также в других словарях:
γναμπτοῖο — γναμπτός curved masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γναμπτοίο
2 γναμπτοῖο
γναμπτοῖο — γναμπτός curved masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)