-
1 γλώσσαργος
1 garrulous γλώ]σσαργον ἀμφέπων ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰ[ν fr. 140b. 13. -
2 γλώσσαργον
γλώσσαργοςtalking till one's tongue aches: masc /fem acc sgγλώσσαργοςtalking till one's tongue aches: neut nom /voc /acc sg -
3 γλωσσαργοτάτου
γλώσσαργοςtalking till one's tongue aches: masc /neut gen superl sg -
4 γλωσσάργω
-
5 γλωσσάργῳ
См. также в других словарях:
γλώσσαργον — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/fem acc sg γλώσσαργος talking till one s tongue aches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσαργοτάτου — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσάργῳ — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσαλγος — η, ο (AM γλώσσαλγος και γλώσσαργος, ον) αυτός που μιλάει μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλώσσαργος < γλώσσα + αργός (1)* «ταχύς» (πρβλ. στόμαργος), ενώ ο παράλληλος και σπανιότερος τ. γλώσσαλγος < γλώσσα + άλγος… … Dictionary of Greek
γλωσσαργώ — γλωσσαργῶ ( έω) (Α) [γλώσσαργος] βλ. γλωσσαλγώ … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek