-
1 γλωσσηματικοίς
-
2 γλωσσηματικοῖς
-
3 γλωττηματικοίς
-
4 γλωττηματικοῖς
См. также в других словарях:
γλωσσηματικοῖς — γλωσσηματικός interlarded with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττηματικοῖς — γλωσσηματικοῖς , γλωσσηματικός interlarded with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)