-
1 γλυφεία
-
2 γλυφεῖα
-
3 κοπεύς
κοπεύς, ὁ, der Meißel; neben γλυφεῖα u. κολαπτῆρες, Luc. somn. 13; D. Sic. 1, 35.
См. также в других словарях:
γλυφεῖα — γλύφανος tool for carving neut nom/voc/acc pl γλυφεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπέας — ο (Α κοπεύς, έως) [κοπή] 1. αυτός που κόβει κάτι 2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι αρχ. 1. ξυλουργός 2. ελαιοτρίβης 3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας»,… … Dictionary of Greek