Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γλυκύκαρπος

См. также в других словарях:

  • γλυκύκαρπος — γλυκύκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκούς καρπούς …   Dictionary of Greek

  • γλυκύκαρπος — bearing sweet fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύκαρπον — γλυκύκαρπος bearing sweet fruit masc/fem acc sg γλυκύκαρπος bearing sweet fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκυκαρπώ — γλυκυκαρπῶ ( έω) (Α) [γλυκύκαρπος] παράγω γλυκούς καρπούς …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»