-
1 γλυκισμού
-
2 γλυκισμοῦ
См. также в других словарях:
γλυκισμοῦ — γλυκισμός distribution of sweetmeats masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γλυκισμού
2 γλυκισμοῦ
γλυκισμοῦ — γλυκισμός distribution of sweetmeats masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)