-
1 γλυκεροίς
-
2 γλυκεροῖς
-
3 λειριώδης
λειρ-ιώδης, ες,6 [suff] λειρ-ός, ά, όν, = λειριόεις, of the voice,τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων IG14.1934f6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειριώδης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский