Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γλιτώνω

  • 1 sauver

    γλιτώνω

    Dictionnaire Français-Grec > sauver

  • 2 избавить

    избавить, избавлять απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω σώζω (спасти) \избавиться απαλλάσσομαι γλιτώνω, σώζομαι (спастись)
    * * *
    = избавлять
    απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω; σώζω ( спасти)

    Русско-греческий словарь > избавить

  • 3 спасти

    спасти σώζω, γλιτώνω \спастись σώζομαι, γλιτώνω
    * * *
    σώζω, γλιτώνω

    Русско-греческий словарь > спасти

  • 4 вырваться

    вырваться ξεφεύγω· γλιτώνω (спастись)· \вырваться вперёд ορμώ προς τα μπρος
    * * *
    ξεφεύγω; γλιτώνω ( спастись)

    вы́рваться вперёд — ορμώ προς τα μπρος

    Русско-греческий словарь > вырваться

  • 5 выручать

    выручать, выручить 1) βοηθώ (помочь)· γλιτώνω, σώζω (спасти) 2) (деньги) βγάζω, κερδίζω
    * * *
    = выручить
    1) βοηθώ ( помочь); γλιτώνω, σώζω ( спасти)
    2) ( деньги) βγάζω, κερδίζω

    Русско-греческий словарь > выручать

  • 6 отделаться

    отделаться разг. γλιτώνω, απαλλάσσομαι
    * * *
    разг.
    γλιτώνω, απαλλάσσομαι

    Русско-греческий словарь > отделаться

  • 7 избавиться

    = избавляться
    απαλλάσσομαι; γλιτώνω, σώζομαι ( спастись)

    Русско-греческий словарь > избавиться

  • 8 спастись

    σώζομαι, γλιτώνω

    Русско-греческий словарь > спастись

  • 9 be rid of

    (to have removed, to remove; to free oneself from: I thought I'd never get rid of these weeds; I'm rid of my debts at last.) ξεφορτώνομαι, γλιτώνω από

    English-Greek dictionary > be rid of

  • 10 escape

    [i'skeip] 1. verb
    1) (to gain freedom: He escaped from prison.) δραπετεύω
    2) (to manage to avoid (punishment, disease etc): She escaped the infection.) ξεφεύγω,γλιτώνω
    3) (to avoid being noticed or remembered by; to avoid (the observation of): The fact escaped me / my notice; His name escapes me / my memory.) διαφεύγω
    4) ((of a gas, liquid etc) to leak; to find a way out: Gas was escaping from a hole in the pipe.) διαρρέω
    2. noun
    ((act of) escaping; state of having escaped: Make your escape while the guard is away; There have been several escapes from that prison; Escape was impossible; The explosion was caused by an escape of gas.) απόδραση,διαφυγή,διαρροή
    - escapist

    English-Greek dictionary > escape

  • 11 get away with

    (to do (something bad) without being punished for it: Murder is a serious crime and one rarely gets away with it.) τη γλιτώνω χωρίς τιμωρία

    English-Greek dictionary > get away with

  • 12 get off lightly

    (to escape or be allowed to go without severe punishment etc.) τη γλιτώνω φτηνά

    English-Greek dictionary > get off lightly

  • 13 get rid of

    (to have removed, to remove; to free oneself from: I thought I'd never get rid of these weeds; I'm rid of my debts at last.) ξεφορτώνομαι, γλιτώνω από

    English-Greek dictionary > get rid of

  • 14 miss

    [mis] 1. verb
    1) (to fail to hit, catch etc: The arrow missed the target.) αστοχώ,δεν πετυχαίνω
    2) (to fail to arrive in time for: He missed the 8 o'clock train.) χάνω,δεν προλαβαίνω
    3) (to fail to take advantage of: You've missed your opportunity.) χάνω
    4) (to feel sad because of the absence of: You'll miss your friends when you go to live abroad.) νοσταλγώ,αναζητώ,μου λείπει
    5) (to notice the absence of: I didn't miss my purse till several hours after I'd dropped it.) αναζητώ, αντιλαμβάνομαι απώλεια
    6) (to fail to hear or see: He missed what you said because he wasn't listening.) χάνω,δεν καταφέρνω ν'ακούσω ή να δω
    7) (to fail to go to: I'll have to miss my lesson next week, as I'm going to the dentist.) χάνω ραντεβού
    8) (to fail to meet: We missed you in the crowd.) χάνω
    9) (to avoid: The thief only just missed being caught by the police.) γλιτώνω,αποφεύγω
    10) ((of an engine) to misfire.) δεν παίρνω μπρος
    2. noun
    (a failure to hit, catch etc: two hits and two misses.) αποτυχία
    - go missing
    - miss out
    - miss the boat

    English-Greek dictionary > miss

  • 15 pull through

    (to (help to) survive an illness etc: He is very ill, but he'll pull through; The expert medical treatment pulled him through.) τη σκαπουλάρω/γλιτώνω

    English-Greek dictionary > pull through

  • 16 save

    I 1. [seiv] verb
    1) (to rescue or bring out of danger: He saved his friend from drowning; The house was burnt but he saved the pictures.) (δια)σώζω
    2) (to keep (money etc) for future use: He's saving (his money) to buy a bicycle; They're saving for a house.) αποταμιεύω
    3) (to prevent the using or wasting of (money, time, energy etc): Frozen foods save a lot of trouble; I'll telephone and that will save me writing a letter.) εξοικονομώ,γλιτώνω
    4) (in football etc, to prevent the opposing team from scoring a goal: The goalkeeper saved six goals.) αποκρούω,σώζω
    5) (to free from the power of sin and evil.) λυτρώνω
    6) (to keep data in the computer.) `σώζω` ή αποθηκέυω στη μνήμη του υπολογιστή
    2. noun
    ((in football etc) an act of preventing the opposing team from scoring a goal.) απόκρουση
    - saving
    - savings
    - saviour
    - saving grace
    - savings account
    - savings bank
    - save up
    II [seiv] preposition, conjunction
    (except: All save him had gone; We have no news save that the ship reached port safely.) εκτός από

    English-Greek dictionary > save

  • 17 spare

    [speə] 1. verb
    1) (to manage without: No-one can be spared from this office.) κάνω χωρίς
    2) (to afford or set aside for a purpose: I can't spare the time for a holiday.) διαθέτω,δίνω
    3) (to treat with mercy; to avoid injuring etc: `Spare us!' they begged.) λυπούμαι, δείχνω οίκτο
    4) (to avoid causing grief, trouble etc to (a person): Break the news gently in order to spare her as much as possible.) αποφεύγω να πληγώσω
    5) (to avoid using, spending etc: He spared no expense in his desire to help us.) φείδομαι
    6) (to avoid troubling (a person with something); to save (a person trouble etc): I answered the letter myself in order to spare you the bother.) απαλάσσω,γλιτώνω
    2. adjective
    1) (extra; not actually being used: We haven't a spare (bed) room for guests in our house.) εφεδρικός,περίσσιος
    2) ((of time etc) free for leisure etc: What do you do in your spare time?) διαθέσιμος,ελεύθερος
    3. noun
    1) (a spare part (for a car etc): They sell spares at that garage.) ανταλλακτικό
    2) (an extra wheel etc, kept for emergencies.) ρεζέρβα
    - sparingly
    - spare part
    - spare rib
    - and to spare
    - to spare

    English-Greek dictionary > spare

  • 18 turn the corner

    1) (to go round a corner.) στρίβω
    2) (to get past a difficulty or danger: He was very ill but he's turned the corner now.) τη γλιτώνω, τη σκαπουλάρω

    English-Greek dictionary > turn the corner

  • 19 waste time

    (to avoid spending time; to spend time unnecessarily: Take my car instead of walking, if you want to save time; We mustn't waste time discussing unimportant matters.) γλιτώνω / χάνω χρόνο

    English-Greek dictionary > waste time

  • 20 вырвать

    -ву, -вешь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω βίαια, αποσπώ•

    вырвать зуб βγάζω το δόντι•

    вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.

    2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•

    вырвать секрет αποσπώ μυστικό.

    εκφρ.
    вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).
    1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.
    2. βγαίνω, σχίζομαι•

    в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.

    || ξεγλιστρώ, πέφτω•

    лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.

    -рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ.

    Большой русско-греческий словарь > вырвать

См. также в других словарях:

  • γλιτώνω — γλιτώνω, γλίτωσα, (σπάν.) γλιτωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλιτώνω — γλίτωσα, γλιτωμένος 1. μτβ., σώζω, λυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον: Γλίτωσα χάρη σ’ έναν εξαιρετικό γιατρό. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Γλίτωσε τη φυλακή γιατί δε βρέθηκαν μάρτυρες κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμπλέκω — ξέμπλεξα, ξεμπλέχτηκα, ξεμπλεγμένος 1. μτβ., γλιτώνω κάποιον από εμπλοκή ή μπέρδεμα: Ξέμπλεξέ μου το κουβάρι. 2. αμτβ., γλιτώνω, απαλλάσσομαι από εμπλοκή ή δυσάρεστη κατάσταση: Χρόνια έκανε να ξεμπλέξει απ τα δικαστήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγκιστρώνω — 1. βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω 3. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αγκιστρώνω (βλ. και λ. ξ[ε] * με στερ. σημ.), με σίγηση …   Dictionary of Greek

  • ξεγαντζώνω — 1. βγάζω κάτι από τον γάντζο nou τό συγκρατεί («ξεγάντζωσε το αρνί») 2. ναυτ. ξεκοτσάρω 3. μτφ. γλιτώνω κάποιον που είναι επικίνδυνα παγιδευμένος ή στενά πολιορκημένος («δύσκολα τόν ξεγάντζωσε από τα χέρια τών ληστών») …   Dictionary of Greek

  • απαγκιστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν απαγκιστρωθεί. 2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασώζω — διάσωσα και διέσωσα, διασώθηκα, περισώζω κάτι ακέραιο, γλιτώνω κάποιον από κίνδυνο ή κάτι από τη φθορά του χρόνου: Διασώθηκαν ελάχιστοι μετά την κατάρρευση της πολυκατοικίας από το σεισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυτρώνω — λύτρωσα, λυτρώθηκα, λυτρωμένος 1. ελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας λύτρα: Οι όμηροι λυτρώθηκαν από τους συγγενείς τους. 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό, σώζω, γλιτώνω: Ο θάνατος τον λύτρωσε από τη μακροχρόνια αρρώστια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»