-
1 sauver
γλιτώνω -
2 избавить
-
3 спасти
-
4 вырваться
вырваться ξεφεύγω· γλιτώνω (спастись)· \вырваться вперёд ορμώ προς τα μπρος* * *ξεφεύγω; γλιτώνω ( спастись)вы́рваться вперёд — ορμώ προς τα μπρος
-
5 выручать
-
6 отделаться
-
7 избавиться
= избавлятьсяαπαλλάσσομαι; γλιτώνω, σώζομαι ( спастись) -
8 спастись
σώζομαι, γλιτώνω -
9 be rid of
(to have removed, to remove; to free oneself from: I thought I'd never get rid of these weeds; I'm rid of my debts at last.) ξεφορτώνομαι, γλιτώνω από -
10 escape
[i'skeip] 1. verb1) (to gain freedom: He escaped from prison.) δραπετεύω2) (to manage to avoid (punishment, disease etc): She escaped the infection.) ξεφεύγω,γλιτώνω3) (to avoid being noticed or remembered by; to avoid (the observation of): The fact escaped me / my notice; His name escapes me / my memory.) διαφεύγω4) ((of a gas, liquid etc) to leak; to find a way out: Gas was escaping from a hole in the pipe.) διαρρέω2. noun((act of) escaping; state of having escaped: Make your escape while the guard is away; There have been several escapes from that prison; Escape was impossible; The explosion was caused by an escape of gas.) απόδραση,διαφυγή,διαρροή- escapism- escapist -
11 get away with
(to do (something bad) without being punished for it: Murder is a serious crime and one rarely gets away with it.) τη γλιτώνω χωρίς τιμωρία -
12 get off lightly
(to escape or be allowed to go without severe punishment etc.) τη γλιτώνω φτηνά -
13 get rid of
(to have removed, to remove; to free oneself from: I thought I'd never get rid of these weeds; I'm rid of my debts at last.) ξεφορτώνομαι, γλιτώνω από -
14 miss
[mis] 1. verb1) (to fail to hit, catch etc: The arrow missed the target.) αστοχώ,δεν πετυχαίνω2) (to fail to arrive in time for: He missed the 8 o'clock train.) χάνω,δεν προλαβαίνω3) (to fail to take advantage of: You've missed your opportunity.) χάνω4) (to feel sad because of the absence of: You'll miss your friends when you go to live abroad.) νοσταλγώ,αναζητώ,μου λείπει5) (to notice the absence of: I didn't miss my purse till several hours after I'd dropped it.) αναζητώ, αντιλαμβάνομαι απώλεια6) (to fail to hear or see: He missed what you said because he wasn't listening.) χάνω,δεν καταφέρνω ν'ακούσω ή να δω7) (to fail to go to: I'll have to miss my lesson next week, as I'm going to the dentist.) χάνω ραντεβού8) (to fail to meet: We missed you in the crowd.) χάνω9) (to avoid: The thief only just missed being caught by the police.) γλιτώνω,αποφεύγω10) ((of an engine) to misfire.) δεν παίρνω μπρος2. noun(a failure to hit, catch etc: two hits and two misses.) αποτυχία- missing- go missing
- miss out
- miss the boat -
15 pull through
(to (help to) survive an illness etc: He is very ill, but he'll pull through; The expert medical treatment pulled him through.) τη σκαπουλάρω/γλιτώνω -
16 save
I 1. [seiv] verb1) (to rescue or bring out of danger: He saved his friend from drowning; The house was burnt but he saved the pictures.) (δια)σώζω2) (to keep (money etc) for future use: He's saving (his money) to buy a bicycle; They're saving for a house.) αποταμιεύω3) (to prevent the using or wasting of (money, time, energy etc): Frozen foods save a lot of trouble; I'll telephone and that will save me writing a letter.) εξοικονομώ,γλιτώνω4) (in football etc, to prevent the opposing team from scoring a goal: The goalkeeper saved six goals.) αποκρούω,σώζω5) (to free from the power of sin and evil.) λυτρώνω6) (to keep data in the computer.) `σώζω` ή αποθηκέυω στη μνήμη του υπολογιστή2. noun((in football etc) an act of preventing the opposing team from scoring a goal.) απόκρουση- saver- saving
- savings
- saviour
- saving grace
- savings account
- savings bank
- save up II [seiv] preposition, conjunction(except: All save him had gone; We have no news save that the ship reached port safely.) εκτός από -
17 spare
[speə] 1. verb1) (to manage without: No-one can be spared from this office.) κάνω χωρίς2) (to afford or set aside for a purpose: I can't spare the time for a holiday.) διαθέτω,δίνω3) (to treat with mercy; to avoid injuring etc: `Spare us!' they begged.) λυπούμαι, δείχνω οίκτο4) (to avoid causing grief, trouble etc to (a person): Break the news gently in order to spare her as much as possible.) αποφεύγω να πληγώσω5) (to avoid using, spending etc: He spared no expense in his desire to help us.) φείδομαι6) (to avoid troubling (a person with something); to save (a person trouble etc): I answered the letter myself in order to spare you the bother.) απαλάσσω,γλιτώνω2. adjective1) (extra; not actually being used: We haven't a spare (bed) room for guests in our house.) εφεδρικός,περίσσιος2) ((of time etc) free for leisure etc: What do you do in your spare time?) διαθέσιμος,ελεύθερος3. noun1) (a spare part (for a car etc): They sell spares at that garage.) ανταλλακτικό2) (an extra wheel etc, kept for emergencies.) ρεζέρβα•- sparing- sparingly
- spare part
- spare rib
- and to spare
- to spare -
18 turn the corner
1) (to go round a corner.) στρίβω2) (to get past a difficulty or danger: He was very ill but he's turned the corner now.) τη γλιτώνω, τη σκαπουλάρω -
19 waste time
(to avoid spending time; to spend time unnecessarily: Take my car instead of walking, if you want to save time; We mustn't waste time discussing unimportant matters.) γλιτώνω / χάνω χρόνο -
20 вырвать
вырвать 1-ву, -вешь ρ.σ.μ.1. βγάζω βίαια, αποσπώ•вырвать зуб βγάζω το δόντι•
вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.
2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•вырвать секрет αποσπώ μυστικό.
εκφρ.вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.2. βγαίνω, σχίζομαι•в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.
|| ξεγλιστρώ, πέφτω•лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.
вырвать 2-рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλιτώνω — γλιτώνω, γλίτωσα, (σπάν.) γλιτωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιτώνω — γλίτωσα, γλιτωμένος 1. μτβ., σώζω, λυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον: Γλίτωσα χάρη σ’ έναν εξαιρετικό γιατρό. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Γλίτωσε τη φυλακή γιατί δε βρέθηκαν μάρτυρες κατηγορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπλέκω — ξέμπλεξα, ξεμπλέχτηκα, ξεμπλεγμένος 1. μτβ., γλιτώνω κάποιον από εμπλοκή ή μπέρδεμα: Ξέμπλεξέ μου το κουβάρι. 2. αμτβ., γλιτώνω, απαλλάσσομαι από εμπλοκή ή δυσάρεστη κατάσταση: Χρόνια έκανε να ξεμπλέξει απ τα δικαστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγκιστρώνω — 1. βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω 3. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αγκιστρώνω (βλ. και λ. ξ[ε] * με στερ. σημ.), με σίγηση … Dictionary of Greek
ξεγαντζώνω — 1. βγάζω κάτι από τον γάντζο nou τό συγκρατεί («ξεγάντζωσε το αρνί») 2. ναυτ. ξεκοτσάρω 3. μτφ. γλιτώνω κάποιον που είναι επικίνδυνα παγιδευμένος ή στενά πολιορκημένος («δύσκολα τόν ξεγάντζωσε από τα χέρια τών ληστών») … Dictionary of Greek
απαγκιστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν απαγκιστρωθεί. 2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασώζω — διάσωσα και διέσωσα, διασώθηκα, περισώζω κάτι ακέραιο, γλιτώνω κάποιον από κίνδυνο ή κάτι από τη φθορά του χρόνου: Διασώθηκαν ελάχιστοι μετά την κατάρρευση της πολυκατοικίας από το σεισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτρώνω — λύτρωσα, λυτρώθηκα, λυτρωμένος 1. ελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας λύτρα: Οι όμηροι λυτρώθηκαν από τους συγγενείς τους. 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό, σώζω, γλιτώνω: Ο θάνατος τον λύτρωσε από τη μακροχρόνια αρρώστια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)