-
1 γλιστρώ
γλιστράω (αόρ. (ε)γλίστρησα, и γλίστρηξα) αμετ.1) скользить; 2) быть скользким; 3) поскользнуться, упасть; 4) скользить вниз, соскальзывать; выскальзывать (из рук); 5) выскальзывать (откуда-л.); проскальзывать, пробираться (куда-л.); 6) перен. ускользать (от чего-л.); выкручиваться, выпутываться; прибегать к уловкам (в разговоре);ξέρει και γλιστρα — он из любого положения выкрутится;
7) перен. совершать неверный, ошибочный шаг, поскользнуться;§ γλιστράει σαν το χέλι — он скользкий как угорь (о человеке);
γλιστράει η γλώσσα μου — быть несдержанным на язык;
φέξε μου και γλίστρησα что сделано, то сделано, уже ничего не изменить -
2 γλιστρώ
[глистро] р. скользить, поскол. ьзнугься.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλιστρώ
-
3 γλιστρώ
[глистро] ρ скользить, поскол. ьзнугься. -
4 γλιάζω
αμετ.1) см. γλιστρώ; 2) быть скользким
См. также в других словарях:
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
γλιστρώ — γλιστράω / γλιστρώ, γλίστρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιστρώ — γλίστρησα και γλίστρηξα 1. παραπατώ σε γλιστερό έδαφος: Τα παπούτσια μου είναι καινούρια και γλιστρούν. 2. μτφ., πέφτω σε ηθικό παράπτωμα: Γλίστρησε στην παρανομία. 3. φρ., «Φέξε μου και γλίστρησα», για βοήθεια που δίνεται καθυστερημένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφογλιστρώ — γλιστρώ κρυφά … Dictionary of Greek
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek
περιολισθάνω — Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια 2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀλισθάνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek
συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
αλαφρογλιστρώ — ( άω) γλιστρώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γλιστρώ] … Dictionary of Greek
γλιστροβολώ — ( άω) 1. γλιστρώ συνεχώς 2. υπεκφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ + βολώ < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω … Dictionary of Greek