-
1 γλιστρώ
[глистро] р. скользить, поскол. ьзнугься.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλιστρώ
-
2 проскальзывать
γλιστρώ, (διολισθαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проскальзывать
-
3 проскользнуть
γλιστρώ, περνώ, (δι)εισδύω, εισχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проскользнуть
-
4 накатать
ρ.σ.μ.1. βλ. катать (1 σημ.).2. κατασκευάζω, φτιάχνω.3. (για δρόμο) στρώνω, πατώ• κυλινδρώ.4. γράφω ή σχεδιάζω στα γρήγορα.5. περιτυλίγω.6. κυλώ (με όργανο).γλιστρώ, παίζω, κάνω βόλτες•накатать на коньках γλιστρώ πολΰ με τα παγίιπέδιλα•
накатать с гор γλιστρώ πολύ στην κατηφοριά.
-
5 поскользнуться
-
6 скользить
-
7 скользить
скольз||итьнесов γλιστρώ, ὁλισθαίνω· \скользить по льду́ παγοδρομώ, γλιστρώ στον πάγο· но́ги \скользитья́т τά πόδια γλιστροῦν. -
8 скользить
скольяу, -скользишь, μτχ. ενστ. скользящийρ.δ.1. γλιστρώ, ολισθαίνω•скользить по льду γλιστρώ στον πάγο.
2. μτφ. πλέω γρήγορα•по водам -ят гондолы τα νερά διασχίζουν ταχύπλοες γόνδολες.
|| μτφ. εμφανίζομαι διαβατικά• περνώ (για βλέμμα, χαμόγελο κ.τ.τ.). -
9 скользить
1. (передвигаться с незначительным трением) γλιστρώ 2. (проскальзывать) (δι)ολισθαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скользить
-
10 буксовать
буксоватьнесов γλιστρώ. -
11 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
12 летать
летатьнесов1. см. лететь 1· уме́ть \летать ξέρω νά πετῶ·2. перен (легко двигаться) περνώ, γλιστρώ, πετώ. -
13 подползать
подползатьнесов, подползти́ сов1. (приближаться) πλησιάζω ἐρποντας, σέρνομαι·2. (подо что-л.) γλιστρώ ἀπό κάτω, χώνομαι. -
14 поскользнуться
поскользнутьсясов γλιστρώ, ὁλισθαίνω. -
15 проскальзывать
проскальзыватьнесов1. (проходить незаметно) τρυπώνω, γλιστρώ, εἰσχωρώ·2. перен διαφαίνομαι, διακρίνομαι/ παρεισφρύω (об ошибках и т. п.). -
16 шмыгать
шмыгатьнесов γλιστρώ, τρέχω· ◊ \шмыгать носом ὀσφραίνομαι, μυρίζομαι. -
17 юркнуть
юркнутьсов γλιστρώ, τρυπώνω γρήγορα κάπου. -
18 буксовать
[μπουκσαβάτ'] ρ. γλιστρώ -
19 скользить
[σκολ'ζίτ'] ρ. γλιστρώ -
20 юркнуть
[γιούρκνουτ'] ρ. γλιστρώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
γλιστρώ — γλιστράω / γλιστρώ, γλίστρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιστρώ — γλίστρησα και γλίστρηξα 1. παραπατώ σε γλιστερό έδαφος: Τα παπούτσια μου είναι καινούρια και γλιστρούν. 2. μτφ., πέφτω σε ηθικό παράπτωμα: Γλίστρησε στην παρανομία. 3. φρ., «Φέξε μου και γλίστρησα», για βοήθεια που δίνεται καθυστερημένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφογλιστρώ — γλιστρώ κρυφά … Dictionary of Greek
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek
περιολισθάνω — Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια 2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀλισθάνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek
συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
αλαφρογλιστρώ — ( άω) γλιστρώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γλιστρώ] … Dictionary of Greek
γλιστροβολώ — ( άω) 1. γλιστρώ συνεχώς 2. υπεκφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ + βολώ < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω … Dictionary of Greek