Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γλιστρώ

См. также в других словарях:

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — γλιστράω / γλιστρώ, γλίστρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλιστρώ — γλίστρησα και γλίστρηξα 1. παραπατώ σε γλιστερό έδαφος: Τα παπούτσια μου είναι καινούρια και γλιστρούν. 2. μτφ., πέφτω σε ηθικό παράπτωμα: Γλίστρησε στην παρανομία. 3. φρ., «Φέξε μου και γλίστρησα», για βοήθεια που δίνεται καθυστερημένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφογλιστρώ — γλιστρώ κρυφά …   Dictionary of Greek

  • λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής …   Dictionary of Greek

  • περιολισθάνω — Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια 2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀλισθάνω «γλιστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλαφρογλιστρώ — ( άω) γλιστρώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γλιστρώ] …   Dictionary of Greek

  • γλιστροβολώ — ( άω) 1. γλιστρώ συνεχώς 2. υπεκφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ + βολώ < βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»