-
1 γλείφω
[глифо] р. лизать, облизывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλείφω
-
2 облизать
-ижу, -йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облизанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.γλείφω•облизать ложку γλείφω το κουτάλι•
облизать тарелку γλείφω το πιάτο•
облизать губы (ξερο)γλείφω τα χείλη.
|| καθαρίζω, παστρεύω, γυαλίζω.εκφρ.пальчики -йжешь – θα γλείψεις τα δάχτυλα (είναι πολύ νόστιμο ή θα σου αρέσει πολύ).γλείφομαι•облизать после еды γλείφομαι μετά το φαγητό•
кошка -лась η γάτα γλείφτηκε.
-
3 лизать
-
4 облизнуться
облизнутьсяоднокр. к облизываться. облизывать несов γλείφω, λείχω:\облизнуться гу́-бы γλείφω τά χείλια μου. -
5 вылизать
-ижу, -ижешьρ.σ.μ.γλείφω τελείως•вылизать тарелку γλείφω τελείως το πιάτο.
(απλ.) λείχομαι, γλείφομαι (για γάτες, σκυλιά κλπ. ζώα). -
6 лизать
лижу, лижешь, μτχ. ενστ. лижущийρ.δ. μ.1. γλείφω•лизать руки, пальцы γλείφω τα χέρια, τα δάχτυλα.
|| εγγίζω (για κύμα, φλόγα κ.τ.τ.).2. (απλ.) γλειφοφιλώ.εκφρ.руки (ноги, пятки) – φιλώ τα πόδια (ταπεινά κολακεύω).1. γλείφομαι•собака -ется το σκυλί γλείφεται.
2. αλληλογλείφομαι.3. (απλ.) γλειφοφιλιέμαι. -
7 подлизать
подлизатьсов, подлизывать несов γλείφω. -
8 подлизываться
подлизыватьсянесов γαλιφεύω, κολακεύω, γλείφω. -
9 вылеплять
[βυλιπλγιάτ'] ρ. γλείφω -
10 вылизывать
[βυλίζυβατ"] ρ. γλείφω -
11 облизывать
[αμπλίζυβατ'] ρ. γλείφω -
12 вылеплять
[βυλιπλγιάτ'] ρ γλείφω -
13 вылизывать
[βυλίζυβατ"] ρ γλείφω -
14 облизывать
[αμπλίζυβατ'] ρ γλείφω -
15 долизать
-лижу, -лижешьρ.σ.απογλείφω, απολείχω, τελειώνω το γλείψιμο• γλείφω τελείως, ως το τέλος. -
16 егозить
-ожу, -озишь, ρ.δ.1. κινούμαι διαρκώς, δε σταματώ σ’ ένα μέρος, δεν ησυχάζω.2. μτφ. καλοπιάνω, κολακεύω• γλείφω. -
17 зализать
-ижу, -ижешьρ.σ.μ.1. γλείφω, καθαρίζω γλείφοντας.2. ισώνω το μαλλί.3. ΜτΦ• λειαίνω. -
18 облизывать
ρ.δ.βλ. облизать.γλείφω τα χείλη μου, (ξερο)γλείφομαι. || μτφ. γλυκοσαλιάζω, μου τρέχουν τα σάλια (από τα πριν ευφραίνομαι). || γλείφομαι. -
19 перелизать
-ижу, -ижешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелизанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ. γλείφω (όλους, πολλούς)•собака -ла своих щенят η σκύλα έγλειψε όλα τα κουταβάκια της.
-
20 подлизать
-лиду, -лижешь, παθ. μτχ. παρλθ. подлизанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.γλείφω.μτφ., γλείφομαι, καλοπιάνω, κολακεύω, γαλιφεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλείφω — γλείφω, έγλειψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
γλείφω — έγλειψα, γλείφτηκα, γλειμμένος 1. σέρνω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι για να το γευτώ ή να το καθαρίσω ή να το χαϊδέψω: Έγλειφε λαίμαργα το παγωτό. 2. μτφ., κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον: Γλείφει τους βουλευτές για να τον διορίσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλείχω — ΝΑ γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα αρχ. 1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς 2. τρώω κάτι γλείφοντάς το. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αναγλείφω — 1. γλείφω κάτι με τη γλώσσα μου 2. (ενεργ. και μέσ.) α) γλείφω τα χείλη με τη γλώσσα μου βλέποντας ή επιθυμώντας να φάω κάτι, ξερογλείφομαι β) επιθυμώ κάτι υπερβολικά 3. (για πήλινα δοχεία ή τοίχους) αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλείφω … Dictionary of Greek
λαφύσσω — λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α) 1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω 3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω 4. μέσ. λαφύσσομαι (για… … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
υπολείχω — Α γλείφω αποκάτω ή γλείφω χαμηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
γλείψιμο — το [γλείφω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού γλείφω* 2. η κολακεία … Dictionary of Greek
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
επιλείχω — ἐπιλείχω (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek