-
81 γλαυκᾶς
-
82 γλαυκής
-
83 γλαυκῆς
-
84 γλαυκαίς
-
85 γλαυκαῖς
-
86 γλαυκοίο
-
87 γλαυκοῖο
-
88 γλαυκοίς
γλαυκόςgleaming: masc /neut dat plγλαυκόωdye blue-grey: pres opt act 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: pres subj act 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: pres ind act 2nd sg -
89 γλαυκοῖς
γλαυκόςgleaming: masc /neut dat plγλαυκόωdye blue-grey: pres opt act 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: pres subj act 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: pres ind act 2nd sg -
90 γλαυκοίσιν
γλαυκόςgleaming: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: pres subj act 3rd sg (epic)γλαυκόωdye blue-grey: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
91 γλαυκοῖσιν
γλαυκόςgleaming: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: pres part act masc /neut dat pl (doric aeolic)γλαυκόωdye blue-grey: pres subj act 3rd sg (epic)γλαυκόωdye blue-grey: pres ind act 3rd pl (aeolic) -
92 γλαυκοτέραν
γλαυκοτέρᾱν, γλαυκόςgleaming: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
93 γλαυκού
γλαυκόςgleaming: masc /neut gen sgγλαυκόωdye blue-grey: pres imperat mp 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
94 γλαυκοῦ
γλαυκόςgleaming: masc /neut gen sgγλαυκόωdye blue-grey: pres imperat mp 2nd sgγλαυκόωdye blue-grey: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
95 γλαυκώι
-
96 γλαυκῶι
-
97 γλαυκάν
γλαυκά̱ν, γλαυκόςgleaming: fem acc sg (doric aeolic) -
98 γλαυκάς
γλαυκά̱ς, γλαυκόςgleaming: fem acc pl -
99 γλαύκ'
γλαῦκα, γλαύξthe little owl: fem acc sg (attic)γλαῦκι, γλαύξthe little owl: fem dat sg (attic)γλαῦκε, γλαύξthe little owl: fem nom /voc /acc dual (attic)γλαῦκε, γλαῦκοςfish of grey colour: masc voc sg -
100 γλαῦκ'
γλαῦκα, γλαύξthe little owl: fem acc sg (attic)γλαῦκι, γλαύξthe little owl: fem dat sg (attic)γλαῦκε, γλαύξthe little owl: fem nom /voc /acc dual (attic)γλαῦκε, γλαῦκοςfish of grey colour: masc voc sg
См. также в других словарях:
Γλαῦκος — Γλαύκος masc nom sg Γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαυκός — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαυκός gleaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκος — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκος ο ατλαντικός — (glaucus atlanticus). Γαστερόποδο μαλάκιο της τάξης των γυμνοβραγχίων. Διαδεδομένος στον Ατλαντικό, τυπικό είδος της θάλασσας των Σαργασσών, συναντάται και στη Μεσόγειο. Ζώο του πελάγους, κολυμπάει κάτω ακριβώς από την επιφάνεια του νερού και… … Dictionary of Greek
γλαυκός — ή, ό γαλανός, γαλάζιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κληρίδης, Γλαύκος — (Λευκωσία 1919 –). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1993 98, 1998 2003). Σπούδασε νομικά στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο. Αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της… … Dictionary of Greek
Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… … Dictionary of Greek
Γλαύκω — Γλαύκος masc nom/voc/acc dual Γλαύκος masc gen sg (doric aeolic) Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc nom/voc/acc dual Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκά — γλαυκός gleaming neut nom/voc/acc pl γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc/acc dual γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)