-
1 γλαύκιον
γλαύκ-ιον, τό,A juice of the horned poppy, Glaucium corniculatum, Dsc.3.86, cf. 1.64, Gal.11.857.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαύκιον
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek