Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γλαφυρία

См. также в других словарях:

  • γλαφυρία — γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός] 1. στιλπνότητα, λειότητα 2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια 3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα* …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρίας — γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρίαν — γλαφυρίᾱν , γλαφυρία elegance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»