-
1 γλαφυρία
γλαφυρία, ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15 Pyrrh. 8; übertr., καὶ πιϑανότης adv. St. 14.
-
2 γλαφυρία
γλαφυρία, Glätte, Feinheit, von Marmor -
3 πιθανότης
πιθανότης, ητος, ἡ, das Wesen des πιϑανός, Ueberzeugungs- oder Ueberredungsgabe, Gabe einzunehmen, zu gefallen, καὶ γλαφυρία, Plut. adv. Stoic. 14; – Wahrscheinlichkeit, Plat. Crat. 402 a Legg. VIII, 839 d u. öfter; Sp., auch plur., Pol. 13, 5, 5.
-
4 γλαφυρότης
γλαφυρότης, ητος, ἡ, = γλαφυρία, übertr., Luc. Dem. 6 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
γλαφυρία — γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός] 1. στιλπνότητα, λειότητα 2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια 3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα* … Dictionary of Greek
γλαφυρίας — γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρίαν — γλαφυρίᾱν , γλαφυρία elegance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)