Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γλαυκ-ώπης

См. также в других словарях:

  • κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • στυγερώπης — έρωπες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι στυγερός, αποτρόπαιος στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ώπης (< θ. οπ τού ὄπωπα, βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • χαριτώπης — ὁ, θηλ. χαριτῶπις, ώπιδος, Α χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + ώπης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. γλαυκ ώπης / ῶπις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»