-
1 γλαυκίσκος
γλαυκ-ίσκος, ὁ, a fish so called from its colour, Philem.79.21, Damox.2.18, PEdgar 15.4 (iii B. C.), AP5.184 (Asclep.).II a plant, Hegesand. 35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκίσκος
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek