-
1 γλαυκ-ῶπις
γλαυκ-ῶπις, ιδος, ἡ, blauäugig, mit blaugrauem, funkelndem Auge, vgl. γλαυκός, γλαυκιάω; Beiwort der Athene, s. Nitzsch zu Od. 1, 44; Lucas de Minervae cogn. γλ.; oft Hom., z. B. voc. γλαυκῶπι Odyss. 13, 389, accus. γλαυκώπιδα Iliad. 8, 373, γλαυκῶπιν Odyss. 1, 156; auch Pind., O. 7, 51 N. 7, 96; seltener bei Attikern, Soph. O. C. 711; Ar. Th. 318. – Bei Ibyc. 15 heißt so Cassandra; Ep. ad. 521 (IX, 189) Here; Emped. nennt so den Mond, μήνη, s. Plut. fac. in orb. lun. 21.
-
2 αὶ
αὶ, Dor. u. Ep. = εἰ; Hom. αἴ κεν (κε) = ἐάν, z. B. Od. 8, 496 αἴ κεν δή μοι ταῦτα κατὰ μοῖραν καταλέξῃς, αὐτίκ' ἐγὼ πᾶσιν μυϑήσομαι ἀνϑρώποισιν; Iliad. 16, 41 δὸς δέ μοι ὤμοιιν τὰ σὰ τεύχεα ϑωρηχϑῆναι, αἴ κ' ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες ἀπόσχωνται πολέμοιο Τρῶες, ἀναπνεύσωσι δ'ἀρήιοι υἷες Ἀχαιῶν; auch mit dem Opt., Iliad. 7, 387 ἠνώγει Πρίαμός τε καὶ ἄλλοι Τρῶες ἀγαυοὶ εἰπεῖν, αἴ κέ περ ὔμμι φίλον καὶ ἡδὺγένοιτο, μῠϑον Ἀλεξάνδροιο; Od. 13, 389 αἴ κέ μοι ἃς μεμαυῖα παρασταίης, γλαυκῶπι, καί κε τριηκοσίοισιν ἐγὼν ἄνδρεσσι μαχοίμην.
См. также в других словарях:
γλαυκῶπι — γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπις with gleaming eyes fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶφ' — γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc voc sg γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπαι , γλαυκώπης masc nom/voc pl γλαυκῶπα , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)