-
1 γλαυκοχρως
См. также в других словарях:
γλαυκόχροα — γλαυκόχρως masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γλαυκοχρως
γλαυκόχροα — γλαυκόχρως masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)