-
1 γλαυκῑνίδιον
γλαυκῑνίδιον, τό, s. γλαυκίδιον.
-
2 γλαυκίδιον
γλαυκίδιον, dim. von γλαῦκος, Seefisch, Antiphan. Ath. XIV, 662 b; bei Amphis Ath. VII, 295 f ist γλαυκινίδιον bessere Lesart.
См. также в других словарях:
γλαυκινιδίου — γλαυκινίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)