-
1 γλέντι
τό1) пир; пирушка; попойка, кутёж;γλέντι τρικούβερτο — пир горой;
τό ρίχνω στο γλέντι — загулять;
έφαγε όλα τα λεφτά του στα γλέντια — он все свои деньги истратил на попойки;
2) веселье, радость, удовольствие;ήτανε γλέντι να τον ακούς — большое удовольствие было его слушать
-
2 γλέντι
[глэнди] ста. о. веселье, пирушка, кутвж.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλέντι
-
3 γλέντι
[глэнди] ста. о. веселье, пирушка, кутвж. -
4 αραθυμιά
η1) раздражительность, вспыльчивость; 2) нетерпеливость;έχω αραθυμιά γιά γλέντι — я соскучился по пирушке;
3) нетерпение, сильное желание есть (у беременных женщин) -
5 ατράνευτος
η, ο1) оставшийся маленьким, низким, не выросший (о животных, посевах); 2) не получивший даль- нейшего развития; не увеличившийся, не выросший;ατράνευτο γλέντι — маленькая пирушка;
ατράνευτος καυγάς — небольшая ссора;
3) переставший прогрессировать, не обострившийся (о болезни);4) не ставший выдающимся (о человеке); 5) не могущий увеличиться, вырасти, прогрессировать, обостриться (тж. о болезни); 6) не способный выдвинуться, стать выдающимся -
6 ατράνταχτος
η, ο1) незыблемый, устойчивый; непоколебимый;ατράνταχτοςο επιχείρημα — веский, неопровержимый аргумент;
ατράνταχτοςη θέληση (πεποίθηση) — непоколебимая воля (уверенность);
2) большой, огромный;ατράνταχτοςη περιουσία — большое состояние, имущество;
ατράνταχτος καυγάς — горячий спор;
ατράνταχτοςο γλέντι — пир горой
-
7 βουρλισμένος
η, ο1) бешеный, взбесившийся, разъярённый;βουρλισμένος άνεμος — неистовый ветер;
βουρλισμένο πέλαγος — разъярившееся море;
βουρλισμένο γλέντι — шумная пирушка;
2) неуравновешенный, своенравный; с причудами -
8 γενναίος
αία, ο[ν]1) мужественный, храбрый, доблестный, смелый;γενναίος στρατιώτης — доблестный воин;
γενναία απάντηση — смелый ответ;
2) благородный;γενναία πράξη — благородный поступок;
3) щедрый;γενναία αμοιβή — щедрое вознаграждение;
4) изобильный, чрезмерный; роскошный;γενναιο φαΐ (πιοτό) — много еды (питья);
γενναίο γλέντι — роскошный пир
-
9 γόνα
(γεν. γονάτου, πΛ. γόνατα) τό колено;ως τα γόνατα — по колено;
μου κόπηκαν ( — или λύθηκαν) τα γόνατα — у меня ноги подкосились (от усталости, страха);
§ ένα γόνα — по колено, очень много;
έπεσε ένα γόνα χιόνι — снегу выпало по колено;
τό χιόνι πήγε ( — или έφτασε) ένα γόνα — снегу было по колено;
τό νερό ανέβηκε ως ένα γόνα — вода поднялась больше чем на полметра;
τό πανταλόνι έκανέ γόνατα — брюки вытянулись в коленях;
μου φιλάει τα γόνατα — он мена умоляет;
είναι γραμμένο στο γόνα — написано через пень колоду или левой ногой;
τό γλέντι (ο χορός) πήγε γόνα — мы здорово погуляли (потанцевали);
άν δεν κοπιάσουν γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγεται — посл. ≈ — без труда не вытащишь и рыбку из пруда
-
10 ξενυχτίζω
1. μετ. не давать спать (кому-л.);2. αμετ. , проводить ночь без сна, не спать ночью, бодрствовать (тж. из-за работы); полуночничать (разг);ξενυχτίσαμε στο γλέντι τού φίλου μου — мы веселились всю ночь у моего друга
-
11 τρικούβερτος
η, ο уст. трёхпалубный:§ τρικούβερτο γλέντι — пир горой
-
12 λαμπριάτικος
λαμπριάτικος, -η, -οпасхальный:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λαμπριάτικος
См. также в других словарях:
γλέντι — το 1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια») 2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τόν ακούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ] … Dictionary of Greek
γλέντι — το η διασκέδαση με φαγοπότι, χορό και τραγούδι, το ξεφάντωμα: Μαζεύτηκαν όλοι οι συγγενείς στο γλέντι του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τρικούβερτος — η, ο, Ν 1. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα 2. μτφ. ο μεγάλος σε διαστάσεις, σε ποσότητα, σε ένταση, σε δύναμη ή σε ζωηρότητα (α. «καβγάς τρικούβερτος» β. «γλέντι τρικούβερτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κουβέρτα… … Dictionary of Greek
αφούντωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει πυκνό φύλλωμα: Το δέντρο ήταν ακόμη αφούντωτο. 2. αυτός που δε φούντωσε (για φωτιά, γλέντι κτλ.): Την ώρα εκείνη το γλέντι ήταν αφούντωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλεντώ — γλέντησα 1. κάνω γλέντι, συμμετέχω σε γλέντι, διασκεδάζω: Γλεντήσαμε τις Αποκριές μέχρι το ξημέρωμα. 2. απολαμβάνω κάτι: Γλεντούν τον έρωτά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia