Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γκαρνταρόμπα

См. также в других словарях:

  • γκαρνταρόμπα — η 1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο 2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)] …   Dictionary of Greek

  • γκαρνταρόμπα — η (λ. ιταλ.), χώρος όπου φυλάσσονται τα ρούχα, βεστιάριο, ιματιοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο τών ενδυμασιών, τών κοστουμιών που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. το σύνολο τών ενδυμάτων κάποιου, η γκαρνταρόμπα …   Dictionary of Greek

  • ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βεστιάριο — το (λ. λατ.) 1. ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα σε δημόσιο χώρο: Κάθε αίθουσα εκδηλώσεων πρέπει να διαθέτει και ένα τουλάχιστον βεστιάριο. 2. ο χώρος όπου φυλάσσεται το σύνολο των ενδυμασιών των ηθοποιών ενός θιάσου: Το εθνικό θέατρο έχει το πλουσιότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιματιοθήκη — η 1. ντουλάπα για τα ρούχα. 2. αίθουσα για την απόθεση των ενδυμάτων. 3. σύνολο ενδυμάτων, γκαρνταρόμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»