-
1 γιαχνί
[яхни] ουσ. о. рагуΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γιαχνί
-
2 гуляш
-
3 жаркое
-
4 мясо
-
5 гуляш
гуляшм кул. τό γιαχνί (κρέας). -
6 мясо
мясос τό κρέας:свежее \мясо φρέσκο κρέας· консервированное \мясо κρέας κονσέρβα· жареное \мясо τό ψητό· тушеное \мясо τό γιαχνί· ◊ пушечное \мясо τό κρέας γιά τά κανόνια, ἡ τροφή γιά τά κανόνια· ни рыба ни \мясо νερόβραστος (άνθρωπος)· дикое \мясо мед. τό παρασάρκωμα. -
7 гуляш
[γκουλγιάς] ουσ. α γιαχνί -
8 гуляш
[γκουλγιάς] ουσ α γιαχνί -
9 гуляш
-а α.είδος φαγητού γιαχνί. -
10 натушить
-ушу, -ушишьρ.σ.μ. γιαχνί ζω. -
11 подгореть
-ит ρ.σ.1. καίγομαι, τσικνιά-ζω•жаркое -ло το γιαχνί τσικνιασε•
пирог -ел η πίτα κάηκε.
2. καίγομαι στη βάση, από κάτω. -
12 селянка
-
13 тефтели
-ей πλθ. γιουβαρλάκια με σάλτσα γιαχνί.
См. также в других словарях:
γιαχνί — το (λ. τουρκ.), τρόπος μαγειρέματος ορισμένων φαγητών με κρεμμύδι τσιγαρισμένο σε λάδι: Θα μαγειρέψω φασόλια γιαχνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
Yahni — or yakhni is a class of foods found from Greece to India.In Persian cuisine, it is a kind of soup or stock, often served over pilaf.In Greek (γιαχνί) and Turkish (yahni) cuisine, it is a stew of meat, fish, or vegetables in a browned onion base… … Wikipedia
γιαχνίζω — μαγειρεύω γιαχνί … Dictionary of Greek
γιαχνιστός — ή, ό (για φαγητά) αυτός που μαγειρεύτηκε γιαχνί … Dictionary of Greek
iahnie — IAHNÍE, iahnii, s.f. Fel de mâncare scăzută, preparată din legume (mai ales din fasole boabe), din peşte sau din carne. [var.: iacníe, ii s.f.] – Din tc. yahni, bg. iahnija. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 iahníe s.f., art. iahnía … Dicționar Român
γιαχνίζω — γιάχνισα, γιαχνίστηκα, γιαχνισμένος, φτιάχνω φαγητό γιαχνί: Γιαχνίζω κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαχνιστός — ή, ό ο μαγειρεμένος γιαχνί: Μου αρέσουν πολύ οι γιαχνιστές πατάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)