-
81 πρόσωπο(ν)
τό1) лицо;ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;
τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;2) лицо, личность, человек, персона;νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;
υψηλό πρόσωπ
высокопоставленная особа;ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;
σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;
επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;
δυό πρόσωπα — два человека, двое;
γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;
3) лицевая сторона, фасад (здания);4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;
παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;
5) лик (святого);6) грам, лицо;§ εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;
δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;
δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;
κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;
του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;
αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;
ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица
-
82 σίδερο
τό1) железо; 2) утюг;ηλεκτρικό σίδερο — электрический утюг;
3) железный крюк, засов (дверной);βάζω το σίδερο — запирать на засов;
4) πλ. оковы, кандалы;5) πλ. тюрьма;στα σίδερα τον βάλανε — его посадили за решётку;
§ είμαι γιά τα σίδερα — быть сумасшедшим;
τρώγω (τα) σίδερα — а) лезть из кожи вон; — б) беситься, злиться;
κρύο σίδερο δουλεύει — он в ступе воду толчёт;
θα φάγ' η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι ирон. — подумаешь, мир перевернётся!;
στη βράση του κολλάει το σίδερο — погов, куй железо, пока горячо
-
83 στολίζω
μετ.1) украшать, приукрашивать, разукрашивать; наряжать, убирать; 2) декорировать; § τον στόλισα γία καλά я его хорошенько отругал -
84 τομάρι
το шкура;§ γλυτώνω το τομάρι μου — спасать свою шкуру;
νοιάζομαι γιά το τομάρι μου — заботиться о своей шкуре;
φυλά(γ)ω το τομάρι μου — дрожать за свою шкуру;
του βργασαν το τομάρι — его избили в кровь;
τον τρώει το τομάρι του — по нём палка плачет;
θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου — я им дёшево не дамся
-
85 υποφέρ(ν)ω
(αόρ. υπέφερα) 1. μετ.1) терпеть, переваривать;δεν σε υποφέρ(ν)ω — я тебя не перевариваю;
2) терпеть, выносить, переносить, испытывать;υποφέρ(ν)ω τον πόνο — терпеть боль;
2. αμετ.1) мучиться, страдать; υποφέραμε στο ταξίδι мы намучились в этой поездке; υπέφερα γιά να σπουδάσω я измучился, пока выучился;γιατί με κάνεις και υποφέρ(ν); — зачем ты меня мучаешь?;
η πόλη υποφέρ(ν)ει από έλλειψη νερού και φωτός — город страдает от недостатка воды и света;
2) страдать, болеть (чём-л.);ο πατέρας μου υποφέρ(ν)ει από άσθμα — мой отец стра- дает астмой;
§ δεν υπρφέρεται а) это невозможно вынести, это невыносимо; б) он(а) невыносим(а) -
86 υποφέρ(ν)ω
(αόρ. υπέφερα) 1. μετ.1) терпеть, переваривать;δεν σε υποφέρ(ν)ω — я тебя не перевариваю;
2) терпеть, выносить, переносить, испытывать;υποφέρ(ν)ω τον πόνο — терпеть боль;
2. αμετ.1) мучиться, страдать; υποφέραμε στο ταξίδι мы намучились в этой поездке; υπέφερα γιά να σπουδάσω я измучился, пока выучился;γιατί με κάνεις και υποφέρ(ν); — зачем ты меня мучаешь?;
η πόλη υποφέρ(ν)ει από έλλειψη νερού και φωτός — город страдает от недостатка воды и света;
2) страдать, болеть (чём-л.);ο πατέρας μου υποφέρ(ν)ει από άσθμα — мой отец стра- дает астмой;
§ δεν υπρφέρεται а) это невозможно вынести, это невыносимо; б) он(а) невыносим(а) -
87 ψύλλος
ο блоха;§ μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά — или άρχισαν να με τρων οι ψύλλοι — меня охватили подозрения, я почуял что-то неладное;
ψύλλους στ' άχερα (γυρεύω) — искать иголку в стоге сена;
οΰτε ψύλλος στον κόρφο του — я его судьбе не завидую;
καλλιγώνω τον ψύλλο — подковать блоху;
γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяков
-
88 άγιος
άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)1) святой, священный (о Боге и ангелах):το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,
η Αγία Τριάδα — Святая Троица,
η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;
2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,
το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу
το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;
ΦΡ.οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христаτα άγια χώματα — святая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родинаη άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;
3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;
ΦΡ.κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;
район, который называется по имени храма, расположенного в нем:πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;
5) местночтимый святой, заступник и покровитель:епископа или митрополита своей епархии:Этим.< дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.*
См. также в других словарях:
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
για — 1. πρόθεση που σημαίνει α. αιτία και σκοπό: Καταδικάστηκε για τη δολοφονία της γυναίκας του. β. κατεύθυνση: Μπήκε στο αεροπλάνο για το Παρίσι. γ. καταλληλότητα: Αλοιφή για εγκαύματα. δ. αξία, τίμημα: Αναγκάστηκε να το πουλήσει για ένα κομμάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τον, Θεοβάλδος Βολφ — (Tone, 1763 – 1798), Ιρλανδός πατριώτης. Σπούδασε νομικά στο Δουβλίνο, κατόπιν αφιερώθηκε στην πολιτική και εργάστηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Τάχθηκε υπέρ των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης και ίδρυσε τον περίφημο σύλλογο των… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… … Dictionary of Greek
γλυκοβασιλεύω — (για τον ήλιο) δύω απαλά … Dictionary of Greek
κοντοβασιλεύω — (για τον ήλιο) (και απρόσ.) κλίνω προς τη δύση, πλησιάζω να δύσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βασιλεύω] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek