-
1 γηροκομία
A = γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 ([etym.] γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροκομία
-
2 γηροκομέω
A = γηροβοσκέω, abs., Trag.Adesp.25: c. acc., Call.Epigr.51, J.AJ4.8.24, Ael.NA10.16, Luc.Tox.22, Max. Tyr.5.7:—[voice] Pass.,ἐν θυγατράσιν γ. Agath.2.14
(γηρωκ- J.
l.c., Luc. l.c., Max.Tyr. l. c.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροκομέω
-
3 γηροκομεῖον
γηροκομ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροκομεῖον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский